- πιτυλεύω
- Α [πίτυλος]1. (στην κωπηλασία) κουνώ γρήγορα τα χέρια μου2. (κατ' επέκτ.) κωπηλατώ και, γενικά, εκτελώ κάτι με ταχύτητα3. πιτυλίζω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιτύλευσον — πιτυλεύω ply the sweeping oar aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυλεύσας — πιτυλεύσᾱς , πιτυλεύω ply the sweeping oar aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)